Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριβόζη οι ριβόζες
      γενική της ριβόζης των ριβοζών
    αιτιατική τη ριβόζη τις ριβόζες
     κλητική ριβόζη ριβόζες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριβόζη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Ribose < νεολατινική arabinosa < λατινική arabica, θηλυκό γένος του επιθέτου λατινική arabicus (< αρχαία ελληνική ἀραβικός) + επιθήματα -in- + -osa[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ριβόζη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. ριβόζη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)