↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρημαδιακός η ρημαδιακή το ρημαδιακό
      γενική του ρημαδιακού της ρημαδιακής του ρημαδιακού
    αιτιατική τον ρημαδιακό τη ρημαδιακή το ρημαδιακό
     κλητική ρημαδιακέ ρημαδιακή ρημαδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρημαδιακοί οι ρημαδιακές τα ρημαδιακά
      γενική των ρημαδιακών των ρημαδιακών των ρημαδιακών
    αιτιατική τους ρημαδιακούς τις ρημαδιακές τα ρημαδιακά
     κλητική ρημαδιακοί ρημαδιακές ρημαδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρημαδιακός < ρημάδι + -ιακός

  Επίθετο

επεξεργασία

ρημαδιακός, -ή, -ό

  1. (λαϊκότροπο) που έχει καταντήσει ρημάδι, ερείπιο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ρημαδιακό: άλλη μορφή του ρημάδι

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία