ρημαδιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαρημαδιακός, -ή, -ό
- (λαϊκότροπο) που έχει καταντήσει ρημάδι, ερείπιο
- (ουσιαστικοποιημένο) ρημαδιακό: άλλη μορφή του ρημάδι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρημαδιακός
|