ρημαδιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρημαδιακά < ρημαδιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαρημαδιακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρημαδιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαρημαδιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρημαδιακός