πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόχους οι (πρόχοι)
      γενική της πρόχου των (πρόχων)
    αιτιατική την πρόχου τις (πρόχους)
     κλητική πρόχου (πρόχοι)
Δείτε την αρχαία κλίση πρόχους και τα αρσενικά όπως απόπλους.
Δύσχρηστος ο πληθυντικός «πρόχοι».[1]
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μυκηναϊκή πρόχους, 1300-1180 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόχους θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. πρόχους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πρόχους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόχοος > πρόχους αἱ πρόχοοι   > πρόχοι
      γενική τῆς προχόου > πρόχου τῶν προχόων > πρόχων
      δοτική τῇ προχό   > πρόχ ταῖς προχόοις > πρόχοις
    αιτιατική τὴν πρόχοον > πρόχουν τὰς προχόους > πρόχους
     κλητική ! πρόχοε   > πρόχου πρόχοοι   > πρόχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προχόω   > πρόχω
γεν-δοτ τοῖν  προχόοιν > πρόχοιν
2η κλίση, ομάδα 'περίπλοος περίπλους', Κατηγορία 'περίπλους' όπως «περίπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόχους <  δείτε τη λέξη πρόχοος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόχους θηλυκό