πρόχους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόχους | οι | (πρόχοι) |
γενική | της | πρόχου | των | (πρόχων) |
αιτιατική | την | πρόχου | τις | (πρόχους) |
κλητική | πρόχου | (πρόχοι) | ||
Δείτε την αρχαία κλίση πρόχους και τα αρσενικά όπως απόπλους. Δύσχρηστος ο πληθυντικός «πρόχοι».[1] | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόχους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόχους[2][3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.xus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐χους
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόχους θηλυκό
- (αρχαιολογία, κεραμική) είδος αγγείου που χρησιμοποιούνταν είτε ως υδρία για το πλύσιμο χεριών ή ως οινοχόη
- ※ Αγγεία με κατεξοχήν οικιακή χρήση, βασικώς για την αποθήκευση υγρών, ο αμφορέας, η υδρία και η πρόχους συγκαταλέγονται στα πλέον διαδεδομένα σχήματα της κεραμεικής παραγωγής του 13ου και 14ου αι. π.Χ.
- Γιάννης Λώλος, Χριστίνα Μαραμπέα, Σχηματολόγιο κεραμεικής από την έρευνα της Μυκηναϊκής Ακρόπολης της Σαλαμίνος κατά το 2000, Δωδώνη Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, τόμος 32, 2003, σελ. 103
- ※ Αγγεία με κατεξοχήν οικιακή χρήση, βασικώς για την αποθήκευση υγρών, ο αμφορέας, η υδρία και η πρόχους συγκαταλέγονται στα πλέον διαδεδομένα σχήματα της κεραμεικής παραγωγής του 13ου και 14ου αι. π.Χ.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ πρόχους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πρόχους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόχοος > πρόχους | αἱ | πρόχοοι > πρόχοι |
γενική | τῆς | προχόου > πρόχου | τῶν | προχόων > πρόχων |
δοτική | τῇ | προχόῳ > πρόχῳ | ταῖς | προχόοις > πρόχοις |
αιτιατική | τὴν | πρόχοον > πρόχουν | τὰς | προχόους > πρόχους |
κλητική ὦ! | πρόχοε > πρόχου | πρόχοοι > πρόχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προχόω > πρόχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προχόοιν > πρόχοιν | ||
2η κλίση, ομάδα 'περίπλοος περίπλους', Κατηγορία 'περίπλους' όπως «περίπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόχους < → δείτε τη λέξη πρόχοος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόχους θηλυκό
- (κεραμική) συνηρημένος αττικός τύπος του πρόχοος → δείτε και το νεοελληνικό πρόχους
Πηγές
επεξεργασία- πρόχοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόχοος, πρόχους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.