πρόχοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόχοος > πρόχους | αἱ | πρόχοοι > πρόχοι |
γενική | τῆς | προχόου > πρόχου | τῶν | προχόων > πρόχων |
δοτική | τῇ | προχόῳ > πρόχῳ | ταῖς | προχόοις > πρόχοις |
αιτιατική | τὴν | πρόχοον > πρόχουν | τὰς | προχόους > πρόχους |
κλητική ὦ! | πρόχοε > πρόχου | πρόχοοι > πρόχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προχόω > πρόχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προχόοιν > πρόχοιν | ||
2η κλίση, ομάδα 'περίπλοος περίπλους', Κατηγορία 'περίπλοος' όπως «περίπλοος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόχοος, ήδη στη μυκηναϊκή 𐀡𐀫𐀒𐀸 (po-ro-ko-we *πρό-χοϜες) < πρό- + -χοος, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε και στο χέω (χύνω) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόχοος θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προχοά
- προχέω & σύνθετα
- προχοΐδιον
- προχοΐς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πρόχοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόχοος, πρόχους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.