πρωτομάρτυρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πρωτομάρτυρας | οι | πρωτομάρτυρες |
γενική | του του/της |
πρωτομάρτυρα πρωτομάρτυρος |
των | πρωτομαρτύρων |
αιτιατική | τον/την | πρωτομάρτυρα | τους/τις | πρωτομάρτυρες |
κλητική | πρωτομάρτυρα | πρωτομάρτυρες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτομάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτομάρτυς. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτο- + μάρτυρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) (ως προσωνυμία του αγίου Στεφάνου και της αγίας Θέκλης) ο πρώτος χριστιανός που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του
- (κατ’ επέκταση) αυτός που θυσιάστηκε πρώτος ή μεταξύ των πρώτων για ένα ιδανικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτομάρτυρας
|
Πηγές
επεξεργασία- πρωτομάρτυρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτομάρτυρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)