↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσηγορία οι προσηγορίες
      γενική της προσηγορίας των προσηγοριών
    αιτιατική την προσηγορία τις προσηγορίες
     κλητική προσηγορία προσηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσηγορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσηγορία[1] < προσήγορος (που απευθύνεται σε κάποιον· συζητήσιμος) < προσ- + -ήγορος < αρχαία ελληνική ἀγορά[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.si.ɣoˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ση‐γο‐ρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσηγορία θηλυκό

  1. ονομασία, προσωνυμία
  2. χαιρετισμός, προσφώνηση

Συγγενικά

επεξεργασία

με προσηγορ-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προσηγορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσηγορί αἱ προσηγορίαι
      γενική τῆς προσηγορίᾱς τῶν προσηγοριῶν
      δοτική τῇ προσηγορί ταῖς προσηγορίαις
    αιτιατική τὴν προσηγορίᾱν τὰς προσηγορίᾱς
     κλητική ! προσηγορί προσηγορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσηγορί
γεν-δοτ τοῖν  προσηγορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσηγορία < προσήγορ(ος) (που απευθύνεται σε κάποιον· συζητήσιμος) + -ία < προσ- + -ήγορος < ἀγορά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσηγορία θηλυκό