Δείτε επίσης: εὐπροσηγορία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευπροσηγορία οι ευπροσηγορίες
      γενική της ευπροσηγορίας των ευπροσηγοριών
    αιτιατική την ευπροσηγορία τις ευπροσηγορίες
     κλητική ευπροσηγορία ευπροσηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευπροσηγορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐπροσηγορία < εὐπροσήγορος < εὖ + προσήγορος < πρός + ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω). Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + προσηγορία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ef.pɾo.si.ɣoˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐προ‐ση‐γο‐ρί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: ευ‐προσ‐η‐γο‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευπροσηγορία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «ευπροσήγορος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)