Δείτε επίσης: ευπροσήγορος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐπροσήγορος τὸ εὐπροσήγορον
      γενική τοῦ/τῆς εὐπροσηγόρου τοῦ εὐπροσηγόρου
      δοτική τῷ/τῇ εὐπροσηγόρ τῷ εὐπροσηγόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐπροσήγορον τὸ εὐπροσήγορον
     κλητική ! εὐπροσήγορε εὐπροσήγορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐπροσήγοροι τὰ εὐπροσήγορ
      γενική τῶν εὐπροσηγόρων τῶν εὐπροσηγόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐπροσηγόροις τοῖς εὐπροσηγόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐπροσηγόρους τὰ εὐπροσήγορ
     κλητική ! εὐπροσήγοροι εὐπροσήγορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐπροσηγόρω τὼ εὐπροσηγόρω
      γεν-δοτ τοῖν εὐπροσηγόροιν τοῖν εὐπροσηγόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐπροσήγορος < εὐ- + προσήγορος < προσ- + -ήγορος

  Επίθετο επεξεργασία

εὐπροσήγορος, -ος, -ον, υπερθετικός: εὐπροσηγορώτατος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία