Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προπένιο τα προπένια
      γενική του προπενίου
προπένιου
των προπενίων
    αιτιατική το προπένιο τα προπένια
     κλητική προπένιο προπένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική propene < γαλλική propionique + -ene < αρχαία ελληνική πρῶτος ή πρό + πίων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /proˈpe.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πέ‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπένιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία