Δείτε επίσης: πίνω

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peyH- (παχύς)

  Επίθετο

επεξεργασία

πῑ́ων, πίων / πίειρα, πῖον

  1. παχύς, χοντρός
  2. (μεταφορικά) εύφορος, γόνιμος