Δείτε επίσης: πίνω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peyH- (παχύς)

  Επίθετο επεξεργασία

πῑ́ων, πίων / πίειρα, πῖον

  1. παχύς, χοντρός
  2. (μεταφορικά) εύφορος, γόνιμος

  Πηγές επεξεργασία