προλεταριακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προλεταριακός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prolétarien[1] [2] / prolétaire[2] < λατινική proletarius < proles (απόγονος)
Επίθετο
επεξεργασία
προλεταριακός
- (κοινωνιολογία) που έχει σχέση με τους προλετάριους ή το προλεταριάτο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προλετάριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προλεταριακός
- ↑ προλεταριακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- 1 2 προλεταριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας