Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

proles < pro- + *olēs < πρωτοϊταλική *oleō < *olejō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂olé-ye-ti < *h₂el- (αναπτύσσω, θρέφω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

proles (la) θηλυκό

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική proles prolēs
γενική prolis prolium
δοτική prolī prolibus
αιτιατική prolem prolēs
κλητική proles prolēs
αφαιρετική prole prolibus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία