proles
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- proles < pro- + *olēs < πρωτοϊταλική *oleō < *olejō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂olé-ye-ti < *h₂el- (αναπτύσσω, θρέφω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαproles (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | proles | prolēs |
γενική | prolis | prolium |
δοτική | prolī | prolibus |
αιτιατική | prolem | prolēs |
κλητική | proles | prolēs |
αφαιρετική | prole | prolibus |
Πηγές
επεξεργασία- proles - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.