Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɔ.le.tɛʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prolétaire prolétaires

prolétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό