προλετάρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προλετάρισσα < προλετάριος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προλετάρισσα θηλυκό
- θηλυκό του προλετάριος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προλετάρισσα
|