Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προλετάρια οι προλετάριες
      γενική της προλετάριας
    αιτιατική την προλετάρια τις προλετάριες
     κλητική προλετάρια προλετάριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προλετάρια < προλετάριος +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προλετάρια θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία