Ετυμολογία

επεξεργασία
proletarius < proles + -arius

  Επίθετο

επεξεργασία

proletarius (la)

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική proletarius proletaria proletarium proletariī proletariae proletaria
γενική proletariī proletariae proletariī proletariōrum proletariārum proletariōrum
δοτική proletariō proletariae proletariō proletariīs proletariīs proletariīs
αιτιατική proletarium proletariam proletarium proletariōs proletariās proletaria
κλητική proletarie proletaria proletarium proletariī proletariae proletaria
αφαιρετική proletariō proletariā proletariō proletariīs proletariīs proletariīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)