proletario
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- proletario < λατινική proletarius
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pro.leˈta.rjo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pro‐le‐tà‐rio
Ουσιαστικό επεξεργασία
proletario (it) αρσενικό
Επίθετο επεξεργασία
proletario (it)