προκοίλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προκοίλι | τα | προκοίλια |
γενική | του | προκοιλιού | των | προκοιλιών |
αιτιατική | το | προκοίλι | τα | προκοίλια |
κλητική | προκοίλι | προκοίλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκοίλι < προ- + κοιλ(ιά) + -ι[1] < → δείτε μεσαιωνική ελληνική προκοίλης < ελληνιστική κοινή gkm
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈci.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κοί‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
προκοίλι ουδέτερο
- το μέρος της κοιλιάς που εξέχει
- το υπογάστριο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κοιλιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκοίλι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προκοίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .