Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάκα οι μπάκες
      γενική της μπάκας
    αιτιατική την μπάκα τις μπάκες
     κλητική μπάκα μπάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάκα < (άμεσο δάνειο) αλβανική baka [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάκα θηλυκό

  1. η κοιλιά
  2. (μεταφορικά) η χοντρή κοιλιά, ο σκεμπές
    το παράκανες τώρα τελευταία, με τις γιορτές, έκανες μπάκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία