προκοίλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προκοίλης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική προκοίλης < προκοίλ(ιος) + -ης[1] < ελληνιστική κοινή προκοίλιος < προ- + αρχαία ελληνική κοιλία → δείτε και τη λέξη κοῖλος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈci.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κοί‐λης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προκοίλης αρσενικό
- (λαϊκότροπο)[2] αυτός που έχει μεγάλη φουσκωτή κοιλιά, ο κοιλαράς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προκοίλης
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σελ.77 Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προκοίλης < προκοίλ(ιος) + -ης < ελληνιστική κοινή προκοίλιος < προ- + αρχαία ελληνική κοιλία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προκοίλης αρσενικό
- άλλη μορφή του προκοίλιος
Πηγές
επεξεργασία
- «προκοίλιος, προκοίλης» σελ.77 Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.