↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θραψερός η θραψερή το θραψερό
      γενική του θραψερού της θραψερής του θραψερού
    αιτιατική τον θραψερό τη θραψερή το θραψερό
     κλητική θραψερέ θραψερή θραψερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θραψεροί οι θραψερές τα θραψερά
      γενική των θραψερών των θραψερών των θραψερών
    αιτιατική τους θραψερούς τις θραψερές τα θραψερά
     κλητική θραψεροί θραψερές θραψερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θραψερός < θρεψερός < θρέφω

  Επίθετο

επεξεργασία

θραψερός

→ δείτε τη λέξη θρεψερός
  1. γόνιμος
  2. καλοθρεμμένος
    ※  Με πλατύ δασωμένο στήθος, πόδια βαριά, χέρια θραψερὰ καὶ προκοίλια και προγούλια, ἕνας ἄνθρωπος όλος κρέατα. (Ιωάννης Μιχαήλ Παναγιωτόπουλος, Αιχμάλωτοι: μυθιστορήματα, 1951, σελ. 38)