προεπιλογέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεπιλογέας < προ- + επιλογέας (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preselector[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική présélecteur[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
προεπιλογέας αρσενικό
- (τεχνολογία) πρόγραμμα, μηχάνημα ή συσκευή που προεπιλέγει αυτόματα λειτουργίες, ρυθμίσεις κ.λπ.
- (τηλεπικοινωνίες) πρόγραμμα ή κύκλωμα που συμβάλλει στην αυτόματη προεπιλογή ελεύθερης τηλεφωνικής γραμμής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προεπιλέγω, επιλέγω και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεπιλογέας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 προεπιλογέας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)