επιλογέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιλογέας < (καθαρεύουσα) ἐπιλογεύς < επιλογή + -εύς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sélecteur ή από την αγγλική selector / chooser)[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιλογέας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιλογέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας