Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιλογέας οι επιλογείς
      γενική του επιλογέα των επιλογέων
    αιτιατική τον επιλογέα τους επιλογείς
     κλητική επιλογέα επιλογείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιλογέας < (καθαρεύουσα) ἐπιλογεύς < επιλογή + -εύς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sélecteur ή από την αγγλική selector / chooser)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιλογέας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία