προεμπειρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεμπειρικός < προ- + εμπειρικός
Επίθετο
επεξεργασίαπροεμπειρικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προεμπειρικός
προεμπειρικός, -ή, -ό