μετεμπειρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεμπειρικός < μετά- + εμπειρικός
Επίθετο
επεξεργασίαμετεμπειρικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία, σπάνιο) που υφίσταται ή δημιουργείται μετά από την εμπειρική προσέγγιση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετεμπειρικός