Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρηνισμός οι πρηνισμοί
      γενική του πρηνισμού των πρηνισμών
    αιτιατική τον πρηνισμό τους πρηνισμούς
     κλητική πρηνισμέ πρηνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρηνισμός < ελληνιστική κοινή πρηνισμός[1] [2] < πρηνίζω < αρχαία ελληνική πρηνής / πρανής (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pronation[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρηνισμός αρσενικό

  1. (φυσιολογία) η κίνηση κατά την οποία το πάτημα του ποδιού γίνεται με την εσωτερική πλευρά του πέλματος προς τα κάτω και προς τα μέσα
  2. (ανατομία) η στροφή του πήχη ενός χεριού, με αποτέλεσμα η παλάμη να γυρίσει προς τα κάτω ή προς τα πίσω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 πρηνισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πρηνισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.