Ετυμολογία

επεξεργασία
πρηνίζω < αρχαία ελληνική πρηνής / πρανής + -ίζω

πρηνίζω

  1. (ελληνιστική κοινή) ρίχνω κάτω
  2. (ελληνιστική κοινή) καταστρέφω
  3. (ελληνιστική κοινή) βυθίζω