πρηνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρηνιστής < ελληνιστική κοινή πρηνίζω + -τής < αρχαία ελληνική πρηνής / πρανής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pronateur[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρηνιστής αρσενικό
- (ανατομία) μυς του χεριού που συμβάλλει στον πρηνισμό ή τον επιτρέπει (περιστροφή του αντίχειρα και του καρπού προς το εσωτερικό του χεριού)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πρηνιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)