↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύτριχος η πολύτριχη το πολύτριχο
      γενική του πολύτριχου της πολύτριχης του πολύτριχου
    αιτιατική τον πολύτριχο την πολύτριχη το πολύτριχο
     κλητική πολύτριχε πολύτριχη πολύτριχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύτριχοι οι πολύτριχες τα πολύτριχα
      γενική των πολύτριχων των πολύτριχων των πολύτριχων
    αιτιατική τους πολύτριχους τις πολύτριχες τα πολύτριχα
     κλητική πολύτριχοι πολύτριχες πολύτριχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύτριχος < ελληνιστική κοινή πολύτριχος[1] < αρχαία ελληνική πολύς + θρίξ

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύτριχος, -η, -ο

  1. που έχει πολλές τρίχες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πολύτριχο / πολυτρίχι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πολύτριχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.