πολύτριχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύτριχος < ελληνιστική κοινή πολύτριχος[1] < αρχαία ελληνική πολύς + θρίξ
Επίθετο επεξεργασία
πολύτριχος, -η, -ο
- που έχει πολλές τρίχες
- (ουσιαστικοποιημένο) πολύτριχο / πολυτρίχι
Συγγενικά επεξεργασία
- πολυτριχία
- πολύτριχο / πολυτρίχι
- πολυτρίχωση
- → δείτε τις λέξεις πολύς και τρίχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πολύτριχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.