πολυτριχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυτριχία < πολυ- + τρίχα + -ία (πβ. αρχαία ελληνική πολυτρίχιον, πολύτριχος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυτριχία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- πολύτριχος
- → δείτε τις λέξεις πολύς και τρίχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυτριχία
|