↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύπορος η πολύπορη το πολύπορο
      γενική του πολύπορου της πολύπορης του πολύπορου
    αιτιατική τον πολύπορο την πολύπορη το πολύπορο
     κλητική πολύπορε πολύπορη πολύπορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύποροι οι πολύπορες τα πολύπορα
      γενική των πολύπορων των πολύπορων των πολύπορων
    αιτιατική τους πολύπορους τις πολύπορες τα πολύπορα
     κλητική πολύποροι πολύπορες πολύπορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύπορος < αρχαία ελληνική πολύπορος < πολύς + πόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύπορος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) που έχει πολλούς πόρους, πολλά περάσματα
  2. είδος μανιταριού του γένους βασιδιομύκητες και της κλάσης υμενομύκητες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία