βασιδιομύκητας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασιδιομύκητας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική basidiomycete < αρχαία ελληνική βάσις + μύκης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασιδιομύκητας αρσενικό
- μύκητας που αναπαράγεται / πολλαπλασιάζεται με βασίδια, ειδικά αναπαραγωγικά όργανα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασιδιομύκητας