βασίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βασίδιο | τα | βασίδια |
γενική | του | βασίδιου | των | βασίδιων |
αιτιατική | το | βασίδιο | τα | βασίδια |
κλητική | βασίδιο | βασίδια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική basidium < αρχαία ελληνική βάσις + -ίδιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
βασίδιο ουδέτερο
- μια μικρή δομή, σε σχήμα ράβδου, που βρίσκεται στους βασιδιομύκητες και φέρει τέσσερα σπόρια στις άκρες μικρών προεξοχών