↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυφασματικός η πολυφασματική το πολυφασματικό
      γενική του πολυφασματικού της πολυφασματικής του πολυφασματικού
    αιτιατική τον πολυφασματικό την πολυφασματική το πολυφασματικό
     κλητική πολυφασματικέ πολυφασματική πολυφασματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυφασματικοί οι πολυφασματικές τα πολυφασματικά
      γενική των πολυφασματικών των πολυφασματικών των πολυφασματικών
    αιτιατική τους πολυφασματικούς τις πολυφασματικές τα πολυφασματικά
     κλητική πολυφασματικοί πολυφασματικές πολυφασματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυφασματικός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multispectral. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + φασματ- + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυφασματικός, -ή, -ό

  1. (νεολογισμός, τεχνολογία, φυσική) που συνδέεται με πολλά τμήματα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος
  2. (μεταφορικά) πολυδιάστατος, πολυμορφικός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία