πολυφασματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυφασματικός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multispectral. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + φασματ- + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπολυφασματικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, τεχνολογία, φυσική) που συνδέεται με πολλά τμήματα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος
- (μεταφορικά) πολυδιάστατος, πολυμορφικός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυφασματικός
Πηγές
επεξεργασία- πολυφασματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολυφασματικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr