πολυμορφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυμορφικός < πολύμορφος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πολυμορφικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει ή μπορεί να πάρει πολλές μορφές ή μπορεί να εξυπηρετήσει πολλαπλές ανάγκες
Συγγενικά επεξεργασία
- πολυμορφικά
- πολυμορφικό
- → δείτε τις λέξεις πολύμορφος, πολύς και μορφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυμορφικός
|