πολυφάσματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυφάσματος (ελληνιστική κοινή) < πολυ- + φάσμα + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυφάσματος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που εμφανίζεται με πολλές μορφές, που έχει πολλές όψεις, πολύμορφος
- ※ 3ος/4ος κε αιώνας ⌘ Ευσέβιος Καισαρείας, Praeparatio Evangelica, 4.23.7, @scaife.perseus
- ἥδ’ ἐγώ εἰμι κόρη πολυφάσματος, οὐρανόφοιτος,
ταυρῶπις, τρικάρηνος, ἀπηνὴς, χρυσοβέλεμνος,
Φοίβη ἀπειρολεχὴς, φαεσίμβροτος Εἰλήθυια,
τριστοίχου φύσεως συνθήματα τρισσὰ φέρουσα·
- ἥδ’ ἐγώ εἰμι κόρη πολυφάσματος, οὐρανόφοιτος,
- ※ 3ος/4ος κε αιώνας ⌘ Ευσέβιος Καισαρείας, Praeparatio Evangelica, 4.23.7, @scaife.perseus
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολυφάσματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.