πολυνοσηρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυνοσηρός < πολυ- + νοσηρός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multimorbid)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.no.siˈros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐νο‐ση‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
πολυνοσηρός, -ή, -ό
- (ιατρική) που πάσχει από πολλές συγχρόνως ασθένειες
- ※ Οι δείκτες αυτοί έχουν μελετηθεί διεξοδικά, ως προς την ειδικότητα και την ευαισθησία τους, στην πρόγνωση πολυνοσηρών ασθενών, αποδίδοντας αξιόπιστους δείκτες επιβίωσης. (Επιδημιολογική μελέτη της πολυνοσηρότητας στον ελληνικό πληθυσμό)
Συγγενικά επεξεργασία
- πολυνοσηρότητα
- → δείτε τις λέξεις πολύς, νοσηρός και νόσος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυνοσηρός