Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυνοσηρός η πολυνοσηρή το πολυνοσηρό
      γενική του πολυνοσηρού της πολυνοσηρής του πολυνοσηρού
    αιτιατική τον πολυνοσηρό την πολυνοσηρή το πολυνοσηρό
     κλητική πολυνοσηρέ πολυνοσηρή πολυνοσηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυνοσηροί οι πολυνοσηρές τα πολυνοσηρά
      γενική των πολυνοσηρών των πολυνοσηρών των πολυνοσηρών
    αιτιατική τους πολυνοσηρούς τις πολυνοσηρές τα πολυνοσηρά
     κλητική πολυνοσηροί πολυνοσηρές πολυνοσηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυνοσηρός < πολυ- + νοσηρός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multimorbid)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.no.siˈros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐νο‐ση‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυνοσηρός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία