↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυνοσηρότητα οι πολυνοσηρότητες
      γενική της πολυνοσηρότητας των πολυνοσηροτήτων
    αιτιατική την πολυνοσηρότητα τις πολυνοσηρότητες
     κλητική πολυνοσηρότητα πολυνοσηρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυνοσηρότητα < πολυνοσηρός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multimorbidity)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.li.no.siˈro.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐νο‐ση‐ρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυνοσηρότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία