πολυεστιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυεστιακός, -ή, -ό
- (γυαλιά, φακοί επαφής) που εστιάζει σε πολλά σημεία
- (λογοτεχνία) που περιλαμβάνει πολλούς διαφορετικούς τρόπους εστίασης
- ※ Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτελεί σημαντική καμπή στη ζωή και στο έργο του Αντρέ Ζιντ, για ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας κινεί με δεξιοτεχνία 29 χαρακτήρες και στο οποίο αναμετριέται -μετερχόμενος διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους- με ποικίλα θέματα: τη σύγκρουση των γενεών, την εξέγερση εναντίον της οικογένειας, την ομοφυλοφιλία, τη θρησκεία, το Καλό και το Κακό, την κιβδηλεία, τη σχέση αλήθειας και ψεύδους και, ασφαλώς, τη σχέση της λογοτεχνίας με την ίδια τη ζωή. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυεστιακός
|