πολυεστιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυεστιακός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multifocal. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + εστιακός
Επίθετο
επεξεργασίαπολυεστιακός, -ή, -ό
- (γυαλιά, φακοί επαφής) που εστιάζει σε πολλά σημεία
- (λογοτεχνία) που περιλαμβάνει πολλούς διαφορετικούς τρόπους εστίασης
- ※ Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτελεί σημαντική καμπή στη ζωή και στο έργο του Αντρέ Ζιντ, για ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας κινεί με δεξιοτεχνία 29 χαρακτήρες και στο οποίο αναμετριέται -μετερχόμενος διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους- με ποικίλα θέματα: τη σύγκρουση των γενεών, την εξέγερση εναντίον της οικογένειας, την ομοφυλοφιλία, τη θρησκεία, το Καλό και το Κακό, την κιβδηλεία, τη σχέση αλήθειας και ψεύδους και, ασφαλώς, τη σχέση της λογοτεχνίας με την ίδια τη ζωή. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- (ιατρική) που αναπτύσσεται σε διαφορετικές περιοχές του σώματος
- ⮡ πολυεστιακοί όγκοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυεστιακός
Πηγές
επεξεργασία- πολυεστιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολυεστιακός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr