↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυεστιακός η πολυεστιακή το πολυεστιακό
      γενική του πολυεστιακού της πολυεστιακής του πολυεστιακού
    αιτιατική τον πολυεστιακό την πολυεστιακή το πολυεστιακό
     κλητική πολυεστιακέ πολυεστιακή πολυεστιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυεστιακοί οι πολυεστιακές τα πολυεστιακά
      γενική των πολυεστιακών των πολυεστιακών των πολυεστιακών
    αιτιατική τους πολυεστιακούς τις πολυεστιακές τα πολυεστιακά
     κλητική πολυεστιακοί πολυεστιακές πολυεστιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυεστιακός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multifocal. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + εστιακός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυεστιακός, -ή, -ό

  1. (γυαλιά, φακοί επαφής) που εστιάζει σε πολλά σημεία
  2. (λογοτεχνία) που περιλαμβάνει πολλούς διαφορετικούς τρόπους εστίασης
    ※  Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτελεί σημαντική καμπή στη ζωή και στο έργο του Αντρέ Ζιντ, για ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας κινεί με δεξιοτεχνία 29 χαρακτήρες και στο οποίο αναμετριέται -μετερχόμενος διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους- με ποικίλα θέματα: τη σύγκρουση των γενεών, την εξέγερση εναντίον της οικογένειας, την ομοφυλοφιλία, τη θρησκεία, το Καλό και το Κακό, την κιβδηλεία, τη σχέση αλήθειας και ψεύδους και, ασφαλώς, τη σχέση της λογοτεχνίας με την ίδια τη ζωή. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  3. (ιατρική) που αναπτύσσεται σε διαφορετικές περιοχές του σώματος
    ⮡  πολυεστιακοί όγκοι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία