Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυαπασχόληση οι πολυαπασχολήσεις
      γενική της πολυαπασχόλησης* των πολυαπασχολήσεων
    αιτιατική την πολυαπασχόληση τις πολυαπασχολήσεις
     κλητική πολυαπασχόληση πολυαπασχολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυαπασχολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυαπασχόληση < πολυ- + απασχόληση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυαπασχόληση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία