υπεραπασχόληση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπεραπασχόληση | οι | υπεραπασχολήσεις |
γενική | της | υπεραπασχόλησης* | των | υπεραπασχολήσεων |
αιτιατική | την | υπεραπασχόληση | τις | υπεραπασχολήσεις |
κλητική | υπεραπασχόληση | υπεραπασχολήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραπασχολήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραπασχόληση < υπερ- + απασχόληση
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπεραπασχόληση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεραπασχόληση
|