πλεύριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλεύριση | οι | πλευρίσεις |
γενική | της | πλεύρισης* | των | πλευρίσεων |
αιτιατική | την | πλεύριση | τις | πλευρίσεις |
κλητική | πλεύριση | πλευρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλευρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλεύριση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πλεύρι(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε πλευρί(ζω) + -ση < πλευρό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈple.vɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλεύ‐ρι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλεύριση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, για ρυμουλκό ή άλλο πλοιάριο) η προσέγγιση στο πλευρό κάποιου πλοίου
- ≈ συνώνυμα: πλεύρισμα (πλοίων) δείτε επίσης: ζύγωμα στη μπάντα, κοτσάρισμα[1]
- ≠ αντώνυμα: αποπλεύριση
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλεύριση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλεύρισις - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .