κοτσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοτσάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
- (ναυτικός όρος, τεχνολογία) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοτσάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοτσάρισμα
|
κοτσάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
|