πλατφορμοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλατφορμοκεντρικός < πλατφόρμα + -ο- + κεντρικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική platform centric)
Επίθετο
επεξεργασίαπλατφορμοκεντρικός
- (νεολογισμός) που έχει στο επίκεντρό του μια πλατφόρμα μάχης (μαχητικά αεροσκάφη, πολεμικά πλοία, άρματα μάχης κ.λπ.)
- ⮡ η σημερινή διεξαγωγή πολέμου λέγεται πλατφορμοκεντρική και τείνει να αντικατασταθεί από την δικτυοκεντρική
- (νεολογισμός) που έχει στο επίκεντρό του μια διαδικτυακή πλατφόρμα
- ⮡ πλατφορμοκεντρικός σχεδιασμός ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλατφορμοκεντρικός