↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατφορμοκεντρικός η πλατφορμοκεντρική το πλατφορμοκεντρικό
      γενική του πλατφορμοκεντρικού της πλατφορμοκεντρικής του πλατφορμοκεντρικού
    αιτιατική τον πλατφορμοκεντρικό την πλατφορμοκεντρική το πλατφορμοκεντρικό
     κλητική πλατφορμοκεντρικέ πλατφορμοκεντρική πλατφορμοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατφορμοκεντρικοί οι πλατφορμοκεντρικές τα πλατφορμοκεντρικά
      γενική των πλατφορμοκεντρικών των πλατφορμοκεντρικών των πλατφορμοκεντρικών
    αιτιατική τους πλατφορμοκεντρικούς τις πλατφορμοκεντρικές τα πλατφορμοκεντρικά
     κλητική πλατφορμοκεντρικοί πλατφορμοκεντρικές πλατφορμοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλατφορμοκεντρικός < πλατφόρμα + -ο- + κεντρικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική platform centric)

  Επίθετο

επεξεργασία

πλατφορμοκεντρικός

  1. (νεολογισμός) που έχει στο επίκεντρό του μια πλατφόρμα μάχης (μαχητικά αεροσκάφη, πολεμικά πλοία, άρματα μάχης κ.λπ.)
    ⮡  η σημερινή διεξαγωγή πολέμου λέγεται πλατφορμοκεντρική και τείνει να αντικατασταθεί από την δικτυοκεντρική
  2. (νεολογισμός) που έχει στο επίκεντρό του μια διαδικτυακή πλατφόρμα
    ⮡ πλατφορμοκεντρικός σχεδιασμός ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία