↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατινοειδής η πλατινοειδής το πλατινοειδές
      γενική του πλατινοειδούς* της πλατινοειδούς του πλατινοειδούς
    αιτιατική τον πλατινοειδή την πλατινοειδή το πλατινοειδές
     κλητική πλατινοειδή(ς) πλατινοειδής πλατινοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατινοειδείς οι πλατινοειδείς τα πλατινοειδή
      γενική των πλατινοειδών των πλατινοειδών των πλατινοειδών
    αιτιατική τους πλατινοειδείς τις πλατινοειδείς τα πλατινοειδή
     κλητική πλατινοειδείς πλατινοειδείς πλατινοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλατινοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική platinoid < platinum < αρχαία ελληνική πλατύς

  Επίθετο

επεξεργασία

πλατινοειδής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία