πλατινοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλατινοειδής | η | πλατινοειδής | το | πλατινοειδές |
γενική | του | πλατινοειδούς* | της | πλατινοειδούς | του | πλατινοειδούς |
αιτιατική | τον | πλατινοειδή | την | πλατινοειδή | το | πλατινοειδές |
κλητική | πλατινοειδή(ς) | πλατινοειδής | πλατινοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλατινοειδείς | οι | πλατινοειδείς | τα | πλατινοειδή |
γενική | των | πλατινοειδών | των | πλατινοειδών | των | πλατινοειδών |
αιτιατική | τους | πλατινοειδείς | τις | πλατινοειδείς | τα | πλατινοειδή |
κλητική | πλατινοειδείς | πλατινοειδείς | πλατινοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλατινοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική platinoid < platinum < αρχαία ελληνική πλατύς
Επίθετο
επεξεργασίαπλατινοειδής, -ής, -ές
- (χημεία) που σχετίζεται με κάποιο από τα πολλά μέταλλα που μοιάζουν με την πλατίνα στη χημική τους σύσταση, ιδιαίτερα το όσμιο, το ιρίδιο και το παλλάδιο