πλανητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλανητικός < ελληνιστική κοινή πλανητικός < αρχαία ελληνική πλάνης, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική planétaire < λατινικά planeta < αρχαία ελληνικά πλανήτης[1]
Επίθετο επεξεργασία
πλανητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους πλανήτες, αναφέρεται σ’ αυτούς ή ανήκει σ’ αυτούς
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλανήτης
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πλανητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας