Ετυμολογία

επεξεργασία
planétaire < planète + -aire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pla.ne.tɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
planétaire planétaires

planétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

planétaire (fr) αρσενικό