πλανητοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλανητοσκόπιο < πλανήτ(ης) + -ο- + -σκόπιο (αρχαία ελληνική σκοπέω /σκοπῶ (παρατηρώ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλανητοσκόπιο ουδέτερο
- μηχανική κατασκευή που αναπαριστά την κίνηση των πλανητών
- → χρειάζεται παράθεμα βάσει του Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (καθαρεύουσα) πλανητοσκόπιον (το πλανητάριο, παρωχημένο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- orrery στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλανητοσκόπιο