περίνους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | περίνους | το | περίνουν | ||
γενική | του/της | περίνου | του | περίνου | ||
αιτιατική | τον/την | περίνου | το | περίνουν | ||
κλητική | περίνους* | περίνουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | περίνοες | τα | περίνοα | ||
γενική | των | περινόων | των | περινόων | ||
αιτιατική | τους/τις | περίνοες | τα | περίνοα | ||
κλητική | περίνοες | περίνοα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίνους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίνους < περί- + -νους (νοῦς / νόος) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾi.nus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐νους
Επίθετο
επεξεργασίαπερίνους, ους, -ουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία περίνους
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περίνους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπερίνους, ους, -ουν